σκέμμα

σκέμμα
-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῡτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- τού σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση τού -π- (πρβλ. γράμ-μα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκέμμα — subject for speculation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμμ' — σκέμμα , σκέμμα subject for speculation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεμμάτων — σκέμμα subject for speculation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμμασι — σκέμμα subject for speculation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμμασιν — σκέμμα subject for speculation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμματα — σκέμμα subject for speculation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμματι — σκέμμα subject for speculation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέμματος — σκέμμα subject for speculation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”